-
1 добро
I добро II: \добро пожаловать καλώς ώρισες (или ορίσατε) II добро Ι с 1) το καλό 2) (имущество) το βίος, τα αγαθά* * *I с1) το καλό2) ( имущество) το βίος, τα αγαθάIIдобро́ пожа́ловать — καλώς ώρισες ( или ωρίσατε)
1 добро
добро́ пожа́ловать — καλώς ώρισες ( или ωρίσατε)